ἑωλίζω

ἑωλίζω
ἑωλ-ίζω, ([etym.] ἕωλος)
A keep till next day,

τὰ κρέα Gal.16.761

, cf. Ruf. ap. Orib.4.2.8.
II [voice] Pass., to be or become stale, of grain, Gal.6.518.
2 in good sense, to be capable of being kept till next day, ib. 713.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εωλίζω — ἑωλίζω (Α) [ἕωλος] 1. αφήνω κάτι να γίνει παλιό, μπαγιάτικο, να υπάρχει πολύ καιρό 2. (με καλή σημ.) είναι δυνατό να διατηρηθώ ώς την επόμενη μέρα 3. παθ. ἑωλίζομαι είμαι ή γίνομαι έωλος, παλιώνω, μπαγιατεύω …   Dictionary of Greek

  • ἑωλιζομένων — ἑωλίζω keep till next day pres part mp fem gen pl ἑωλίζω keep till next day pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑωλισθέντες — ἑωλίζω keep till next day aor part pass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑωλίζειν — ἑωλίζω keep till next day pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑωλίσαντες — ἑωλίζω keep till next day aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εωλισμός — ἑωλισμός, ὁ (Α) [ἑωλίζω] (για τρόφιμα) μπαγιάτεμα …   Dictionary of Greek

  • προεωλίζω — Α αφήνω κάτι να μαγειρευθεί αρκετή ώρα για να γίνει τρυφερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἑωλίζω (< ἕωλος «παλαιός»)] …   Dictionary of Greek

  • προσεωλίζομαι — Α γίνομαι επίσης έωλος, παλιώνω, μπαγιατεύω κι εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἑωλίζω, ομαι (< ἕωλος «παλαιός»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”